- υπογάστριος
- -α, -ο / ὑπογάστριος, -ον, ΝΜΑτο ουδ. ως ουσ. το υπογάστριο και τὸ ὑπογάστριοντο κατώτερο μέρος τού πρόσθιου κοιλιακού τοιχώματος, που ορίζεται προς τα επάνω από τη νοητή γραμμή η οποία συνδέει τις λαγόνιες ακρολοφίες και προς τα κάτω από τους βουβωνικούς συνδέσμους στα πλάγια και την ηβική σύμφυση στο κέντρο (α. «είχε βαθύ τραύμα στο υπογάστριο» β. «τὰ πλευρὰ κάτω καθήκει συνάπτοντα πρὸς τὸ ὑπογάστριον», Αριστοτ.)νεοελλ.1. (ανατ.-ιατρ.) αυτός που βρίσκεται ή αναφέρεται στο κάτω μέρος τής κοιλιάς, υποκοίλιος (α. «υπογάστρια αρτηρία» β. υπογάστριο άλγος»)2. το ουδ. ως ουσ.ναυτ. καθένα από τα μακριά ξύλα στα οποία στηρίζεται η γάστρα τού πλοίου πριν από την καθέλκυσή του, επιτροπίδιο3. φρ. α) «μαλακό υπογάστριο»μτφ. το ασθενέστερο από αμυντική άποψη μέρος μιας περιοχής ή μιας χώραςβ) «υπογάστριο πλέγμα»ανατ. νευρικό πλέγμα τής πυελική μοίρας τού συμπαθητικού συστήματοςμσν.-αρχ.σαρκικός, σεξουαλικός («ὑπογάστριοι οἶστροι» — σαρκικές ηδονές, σαρκικές επιθυμίες, Φίλ.)·[ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο)-* + γαστήρ, γαστρός + επίθημα -ιος*. Το νεοελλ. υπογάστριο είναι αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hypogastrium].
Dictionary of Greek. 2013.